ᾄσοντες

ᾄσοντες
ἀείδω
il.Parv..
fut part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιτελεύτιος — ἐπιτελεύτιος, ον (Μ) 1. αυτός που γίνεται για τον θάνατο ή αναφέρεται στην τελευτή, στον θάνατο («τοὺς ἐπιτελευτίους ἄσοντες ὕμνους», Άνν. Κομν.) 2. αυτός που εκφράζεται λίγο πριν τον θάνατο («ἐπιτελεύτιος βούλησις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τελευτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”